- δημογέρων
- και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων)ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτοςνεοελλ.εκλεγμένος άρχοντας τής ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσίααρχ.στον πληθ. οί δημογέροντεςηλικιωμένοι ευγενείς, άρχοντες.
Dictionary of Greek. 2013.